- διαφανείς
- διαφαίνωshow throughaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαφανεῖς — διαφαίνω show through aor subj pass 2nd sg (epic) διαφαίνω show through fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) διαφανής translucent masc/fem acc pl διαφανής translucent masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγιρίνης — Ορυκτό, πυριτικό άλας σιδήρου και νατρίου του τύπου NaFeSi2O6, που ανήκει στην ομάδα των πυροξένων. Σχηματίζει επιμήκεις πρισματικούς κρυστάλλους κατά το μονοκλινές σύστημα. Έχει σκληρότητα 6 βαθμών στην κλίμακα Μος, ειδικό βάρος 3,55 γρ./κ. εκ … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
CANCELLE — Graece κιγκλίδες, item δρύφαχτα, omne conseptum Latinis dictum est. Papiae, ligna subtilia in transversum facta, vel de ferro in modum retis, nunc vero et de lapidibus fiunt. Scholiastes Aristophanis, κιγκλίδες ἔμπροςθεν τῶ ςθυρῶν ἱςάμεναι, ante… … Hofmann J. Lexicon universale
LAPILLI Candefacti — multiplici apud Arabas in usu. Iis enim lac coquere, carnes ad esum assare, stigmata etiam et cauteria vivae carni imprimere ac inurere consuevêre; cuiusmodi lapidem illi ridpha dicunt, voce parum aabludente ab Hebr. rispa s. ritspha, quod… … Hofmann J. Lexicon universale
PESSULUS — Graece πάσσαλος, quam vocem ἀπὸ τῶ πεσσῶι nonnulli infeliciter deducunt: nihil enim πεσσοὶ muliebres commune habent cum pessulo, voce eâ Graecâ a similitudine πεσσῶν fictâ. Sunt autem πεσσοὶ saxeae pilae partim rotundae, partim quadratae, sed ut… … Hofmann J. Lexicon universale
SAPPHIRUS — Graece Σάπφειρος, ab Insul, Sapphir, Σαπφεὶρ, supra memoratâ, quae Sapphir Hebraeis; gemma quibusdam videtur fuisse secunda, in primo ordine Rationalis, de quo supra diximus. Sed incerta illa omnia lapidum nomina sunt, nec satis nota Magistris… … Hofmann J. Lexicon universale
αχάτης — Ορυκτό το οποίο αποτελείται από διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), παραλλαγή του χαλκηδονίου. Ονομάζεται και ταινιωτός χαλκηδόνιος, γιατί χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή διαφανών και αδιαφανών ζωνών που συνθέτουν διάφορα σχήματα. Χρησιμοποιείται ως… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek